Του κύκλου τα γυρίσματα, π’ ανεβοκατεβαίνου,
και του τροχού, π’ ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου…
και των αρμάτω οι ταραχές, όχθριτες και τα βάρη,
του έρωτα η μπόρεσι, και τσι φιλιάς η χάρη,
αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέρα
ν' αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέρα…
τότες μια αγάπη μπιστική στον κόσμο φανερώθη,
κ' εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδέ ποτέ τζι λειώθη.
και με τιμή ήσα δυό κορμιά στου πόθου το καμίνι,
και κάμωμα πολλά ακριβό ‘ς έτοιους καιρούς εγίνη…
Τα ’μαθες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα,
π’ ο κύρις σου με ξόρισε στης ξενιτειάς τη στράτα; …
Τέσσερεις μέρες μοναχά, μου δωκε ν' ανιμένω,
κι απόκει να ξενιτευτώ πολλά μακρά να πηαίνω.
Και πως να σ' αποχωριστώ, και πως να σου μακρύνω,
και πως να ζήσω δίχως σου στον ξορισμόν εκείνο; …
Κατέχω το, κι ο κύρις σου γλήγορα σε παντρεύγει,
Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσ' εσύ, γυρεύγει, …
Κι ο κύρις μ’ όντε βουληθή, και θε να με παντρέψη,
και δω πως γάμο τάσσεται, και το γαμπρό γυρέψη,
καλλιά θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,
παρ’ άλλος μόν’ ο Ρώκριτος γυναίκα να με πάρη…
Παρακαλώ, θυμού καλά ό,τι σου λέω τώρα,
και γλήγορα μισσεύγω σου, μακραίν’ από τη Χώρα...
μ’ όπου κι αν πάω, κι α βρεθώ, κι ό,τι καιρόν κι α ζήσω,
τάσσω σου άλλη να μη δω, μηδέ ν' ανεντρανίσω.
Καλλιά 'χω σέ με θάνατο, παρ' άλλη με ζωή μου,
για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.
Τούτο εδώθη σ' όλους μας: ότι κι αν πεθυμούμε,
μ' όλον οπού 'ναι δύσκολο, εύκολο το κρατούμε,
κι εύκολα το πιστεύγομε ‘κείνο που μας αρέσει
Και κάθα είς σ' τούτο μπορεί να σφάλει και να φταίση.
Τα πάθη μπλιό δεν κελαηδεί το πικραμένο αηδόνι,
αμή πετά πασίχαρο μ’ άλλα πουλλιά σιμώνει.
Τούτ' η αγάπ’ η μπιστική με τη χαρά τελειώθη,
και πλερωμή στα βάσανα μεγάλη τως εδόθη.
για τούτ’ οπού 'ναι φρόνιμος, μηδέ χαθή στα πάθη
το ρόδο κι όμορφος αθός γεννάται μεσ’ στ’ αγκάθι.
και καθανείς που διάβασεν, εδά ας το κατέχη,
μη χάνεται στα κίντυνα, μα πάντ’ ολπίδ’ ας έχη.
Στάλα τη στάλα το νερό το μάρμαρο τρυπά το
εκείνο που μισεί κανείς γυρίζει κι αγαπάτο.
Απ’ ότι κάλλη έχει ο άνθρωπος τα λόγια έχουν τη χάρη
και κάνουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει.
Τα μάτια δεν καλοθωρού στο μάκρεμα του τόπου,
μα πλιά μακρά και πλιά καλά θωρεί η καρδιά τ’ αθρώπου.
Για μένα όλα σφάλουσι και πάσι άνω κάτω,
για με ξαναγεννήθηκε η φύση των πραγμάτω.